- πάνρυτος
- πάνρῠτος, ον, ([etym.] ῥέω)A quite liquid, Orph.H.10.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάνρυτος — ον, Α πάρα πολύ ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αγνό ρυτος] … Dictionary of Greek
πάνρυτε — πάνρυτος quite liquid masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek